χρονοταχύμετρο

χρονοταχύμετρο
το, Ν
τεχνολ. είδος χρονογράφου που επιτρέπει την εκτίμηση τής ωριαίας ταχύτητας κινούμενου οχήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chronotachymetre < χρόνος + ταχύμετρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”